- νεραϊδογεννημένος
- -η, -οαυτός που γεννήθηκε από νεράιδα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νεραΐδογεννημένος — η, ο αυτός που γεννήθηκε από νεράιδα, αλλ. νεραϊδογέννητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νεραϊδογέννητος — η, ο νεραϊδογεννημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεράιδα + γεννώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
νεραϊδογέννητος — η, ο βλ. νεραϊδογεννημένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)